Μακεδονικῶς

Μακεδονικῶς
Μακεδονικός
adverbial
Μακεδών
adverbial

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μακεδονικός — Συρτός χορός που χορεύεται κυρίως στην περιοχή της Πυλαίας και είναι γνωστός και ως χορός των Καπουτζήδων. Χορευτές και χορεύτριες σχηματίζουν ανοιχτό κύκλο με το μέτωπο προς το κέντρο και τα πόδια σε στάση προσοχής· τα χέρια συνδέονται από τον… …   Dictionary of Greek

  • προσκαθοπλίζω — Α εξοπλίζω επί πλέον («εἱλώτων δισχιλίους δὲ προσκαθοπλίσας Μακεδονικῶς», πάπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + καθοπλίζω «οπλίζω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”